- σακάτικος
- -η, -ο, Ν [σακάτης]1. σακατεμένος, ανάπηρος2. συνεκδ. σαθρός, σάπιος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σακάτικος — η, ο 1. σακατεμένος, ανάπηρος: Το χέρι του είναι σακάτικο. 2. όχι στερεός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)